- υψισωρείτης
- ο, Ν1. (μετεωρ.) κύριος τύπος νέφους μέσου ύψους, τεφρού ή λευκού χρώματος, κυματοειδούς εμφάνισης, αποτελούμενο από στοιχεία στρογγυλού, κυλινδρικού ή επιμήκους σχήματος·2. φρ. «υψισωρείτης ισχυρών αναταράξεων» — έντονα στροβιλιζόμενο νέφος τού τύπου τού υψισωρείτη, που απαντά στην υπήνεμη πλευρά ορισμένων εκτεταμένων οροσειρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί + σωρείτης. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. altocumulus].
Dictionary of Greek. 2013.